ἰσοκατάληκτος

ἰσοκατάληκτος
ἰσο-κατάληκτος, ον,
A ending alike, Eust.1839.43: -ληκτα, τά, Gell.18.8.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ισοκατάληκτος — ἰσοκατάληκτος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει όμοια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κατάληκτος (< καταλήγω), πρβλ. μακρο κατάληκτος, ομοιο κατάληκτος] …   Dictionary of Greek

  • ἰσοκατάληκτον — ἰσοκατάληκτος ending alike masc/fem acc sg ἰσοκατάληκτος ending alike neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκαταλήκτοις — ἰσοκατάληκτος ending alike masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκαταλήκτους — ἰσοκατάληκτος ending alike masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκαταλήκτων — ἰσοκατάληκτος ending alike masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσοκατάληκτα — ἰσοκατάληκτος ending alike neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”